- καταπειθεῖ
- καταπειθήςobedientmasc/fem/neut nom/voc/acc dual (attic epic)καταπειθήςobedientmasc/fem/neut dat sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
καταπείθει — καταπείθω persuade pres ind mp 2nd sg καταπείθω persuade pres ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αυτοκτονία — Η πράξη του να αφαιρέσει κανείς μόνος του και με τη θέλησή του τη ζωή του. Αυτό συμβαίνει με μια ορισμένη συχνότητα στους νευρασθενικούς και στους παράφρονες (σε αυτούς που πάσχουν από κατάθλιψη, μελαγχολία, πρόωρη γεροντική άνοια), με ποσοστά… … Dictionary of Greek
καταπειστικός — ή, ό [καταπείθω] αυτός που έχει τη δύναμη να καταπείθει, ο ικανός στο να πείθει εντελώς, πολύ πειστικός («καταπειστικά επιχειρήματα») … Dictionary of Greek
προχωρώ — προχωρῶ, έω, ΝΜΑ 1. βαδίζω ή κινούμαι προς τα εμπρός (α. «προχωρείτε, παρακαλώ» β. «με φωνήν που καταπείθει προχωρώντας ομιλείς», Σολωμ. γ. «πρὸς ἐμὴν χεῑρα προχωρῶν», Σοφ.) 2. (για χρόνο) περνώ, κυλώ, φεύγω (α. «η νύχτα είχε προχωρήσει» β. «τοῡ… … Dictionary of Greek